λιβάς

λιβάς
λῐβάς, άδος, , ([etym.] λείβω)
A anything that drips or trickles, esp. spring, fount, stream, S.Ph.1215 (lyr.), E.Andr.116, 534 (lyr.);

λ. νυμφαία Antiph.52.13

; standing water, Babr.24.6: in pl., streams,

λιβάσιν ὑδρηλαῖς . . πηγῆς A.Pers.613

; δακρύων λιβάδες streams of tears, E.IT 1106 (lyr.);

γάλακτος A.R.4.1735

; also

ἀραιὰ ἡ Αἴγυπτος καὶ ῥᾳδία λιβάδας διαδοῦναι Ephor.65

J.: in pl., also of pools of water that collect after rain,

ὑπόνομοι λ. Str.8.6.21

, cf. Gal.6.627, Gp.2.6.14; of marshes, Thphr.HP2.4.4; cf. λιβάζω.
II vessel that drips when under the influence of heat, a rudimentary thermometer, Hero Spir.2.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιβάς — anything that drips fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάς — (I) λιβάς, άδος, ἡ (ΑM) λιμνάζοντα βρόχινα ύδατα («φρέατα καὶ ὑπόνομοι λιβάδες», Στράβ.) αρχ. 1. καθετί που στάζει, σταλαγμός υγρού, ιδίως νερού 2. είδος στοιχειώδους θερμομέτρου, το οποίο αποτελούνταν από αγγείο που στάλαζε όταν βρισκόταν υπό… …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • λίβας — ο νοτιοδυτικός ζεστός και ξηρός άνεμος: Το σιτάρι ξεράθηκε από το λίβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβᾶς — λιβᾶ̱ς , λιβάζω let fall in drops fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβας — λίψ 1 the SW. wind masc acc pl λίψ 2 stream fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδα — λιβάς anything that drips fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδας — λιβάς anything that drips fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδες — λιβάς anything that drips fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδεσσι — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάδεσσιν — λιβάς anything that drips fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”